ίτριον

ίτριον
ἴτριον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τά ἴτρια
πλακούντια (πίτες) από σουσάμι και μέλι (όπως περίπου το σημερ. παστέλι) ή από αλεύρι, γάλα και μέλι ή με διάφορες άλλες προσμίξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἴτριον — cake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίοις — ἴτριον cake neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίοισιν — ἴτριον cake neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίου — ἴτριον cake neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίων — ἴτριον cake neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίῳ — ἴτριον cake neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴτρια — ἴτριον cake neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιτρίνεος — ἰτρίνεος, α, ον (Α) όμοιος με ίτριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴτριον + κατάλ. νέος (πρβλ. μειλί νεος, πυξί νεος)] …   Dictionary of Greek

  • ιτρίς — ἰτρίς, ἡ (Μ) ίτριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ίτριον] …   Dictionary of Greek

  • ερείκιον — ἐρείκιον, τὸ (Α) 1. είδος γλυκίσματος που αποτελείται από αλεύρι, σουσάμι και μέλι (αλλ. ίτριον) 2. πληθ. τὰ ἐρείκια εκτάσεις φυτεμένες με το φυτό ερείκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκη + κατάλ. υποκορ. ιον, από το οποίο με σίγηση τού αρχικού άτονου ε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”